Ποιες είναι οι διαφορές του αγελαδινού απο το ανθρώπινο γάλα;
Οι πρωτεΐνες στο γάλα διακρίνονται σε 2 κατηγορίες: την καζεΐνη και τον ορό γάλακτος. Το ανθρωπινό γάλα έχει αναλογία αυτών 40:60, ενώ το γάλα της αγελάδας περιέχει αναλογία 80:20. Με βάση αυτό, το περιεχόμενο καζεΐνης στο αγελαδινό γάλα είναι πιο υψηλό σε αντίθεση με το ανθρώπινο. Η καζεΐνη είναι δύσκολη στη πέψη, με αυτή να έχει συνδεθεί με διάφορες ασθένειες και αλλεργίες, συμπεριλαμβανομένου τον τύπου 1 διαβήτη.
Φόρμουλες βρεφών που έχουν ως βάση το αγελαδινό γάλα έχουν υψηλά ποσοστά πρωτεΐνης και ορμονών τα οποία συνδέονται με τα βρέφη να γίνονται υπέρβαρα ή παχύσαρκα (Melnik et al,2012).
Τα υψηλά ποσοστά ακόρεστων λιπαρών οξέων στο ανθρώπινο γάλα, αναδεικνύουν το σημαντικό ρόλο τους για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Ο εγκέφαλος αποτελείται σε ένα μεγάλο βαθμό από λιπαρά οξέα, με τη πρώιμη εγκεφαλική ανάπτυξη και λειτουργιά στους ανθρώπους να απαιτεί επάρκεια σε απαραίτητα πολύ-ακόρεστα λιπαρά οξέα. Τα λιπαρά οξέα, το αραχιδονικό οξύ (ΑΑ) (ωμέγα-6) και εικοσιδιεξαενοικο οξυ (DHA) (ωμέγα-3), τα παρέχει μόνο το ανθρώπινο γάλα και όχι το αγελαδινό. Ωστόσο, το αγελαδινό περιέχει LNA (λινολεικό οξύ/ωμέγα-6) και ALA (α-λινολενικό οξύ/ωμέγα-3) αλλά πρέπει να γίνει η μετατροπή τους από τον οργανισμό μας.Τα θρεπτικά συστατικά του ανθρώπινου μητρικού γάλατος ίσως αποφέρουν καλύτερη νοητική και κινητική ανάπτυξη στα βρέφη η οποία να οδηγήσει σε υψηλούς βαθμούς ευφυίας σε ενήλικες.
Επίσης, το αγελαδινό γάλα αποτελεί ένα κοκτέιλ ορμονών, καθώς μέσα σε ένα τυπικό ποτήρι γάλα περιέχονται 35 ορμόνες και 11 αυξητικοί παράγοντες, όπως IGF-1 (ινσουλινόμορφος αυξητικός παράγοντας), οιστρογόνα, προγεστερόνη και άλλες ορμόνες (Butler,2014).